τελματώδη

τελματώδη
τελματώδης
marshy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
τελματώδης
marshy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
τελματώδης
marshy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… …   Dictionary of Greek

  • κυπερίδες — (cyperaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 70 γένη και 4.000 είδη. Πρόκειται για ποώδη φυτά –συγγενή προς τα αγρωστώδη– τα οποία προτιμούν τις υγρές και τελματώδεις τοποθεσίες, από τη στάθμη της θάλασσας έως τις… …   Dictionary of Greek

  • στάδα — Α φρ. «λίμνην στάδα» λίμνη τελματώδη, με ακύμαντα νερά («ἀπὸ τοῡ Εύστάδα λίμνην ἔχομεν ἁπλοῡν τὸ Στάδα λίμνην σημαίνει δὲ τὴν καλῶς ἱσταμένην», Χοιροβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στᾰ τού ἵστημι* + επίθημα ιάς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • καλαθέα — (Calathea). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των μαραντιδών. Περιλαμβάνει περίπου 60 είδη, τα οποία έχουν ζυγόμορφα άνθη κατά ταξιανθίες, ρίζωμα και φύλλα με μακρύ μίσχο. Φυτρώνουν σε τελματώδη ή υγρά εδάφη των τροπικών περιοχών της Αμερικής… …   Dictionary of Greek

  • καλαμαριίδες ή καλαμιτίδες — Οικογένεια παλαιοφύτων της τάξης των εκουιζετωδών, απολιθώματα των οποίων βρίσκονται στα τελματώδη εδάφη του μέσου και ανώτερου παλαιοζωικού αιώνα στη νότια Αφρική, στην Αμερική, στην Κίνα, στην Ευρώπη και στη Ρωσία. Ο κορμός τους, που μπορούσε… …   Dictionary of Greek

  • νηπενθές — Γένος φυτών της οικογένειας των Νηπενθιδών (δικοτυλήδονα), που περιλαμβάνει είδη τα οποία ζουν στα τελματώδη και υγρά δάση ή σε ελώδεις τόπους των τροπικών περιοχών της Ασίας και των νησιών της Σούνδης. Τα είδη του γένους αυτού αποτελούν περίεργα …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • ελοθάλασσα — η λιμνοθάλασσα πολύ άβαθη, που συχνά μεταβάλλεται σε τελματώδη έκταση, σε παραθαλάσσιο έλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”